ἐπαγωγάς

ἐπαγωγάς
ἐπαγωγά̱ς , ἐπαγωγή
bringing on
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”